- θείνει
- θείνωstrikeaor subj act 3rd sg (epic)θείνωstrikepres ind mp 2nd sgθείνωstrikepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek